βληχή — bleating fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχή — η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.) το βέλασμα των προβάτων αρχ. το κλάμα του βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι ( άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος… … Dictionary of Greek
βληχαί — βληχή bleating fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχήν — βληχή bleating fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαχά — η βλ. βληχή … Dictionary of Greek
βληχώμαι — βληχῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω 2. (για νήπια) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή] … Dictionary of Greek
μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] … Dictionary of Greek
ԲԱՌԱՉ — (ի, կամ ոյ.) NBH 1 439 Chronological Sequence: 10c, 13c գ. βληχή, βλήχημα balatus Ձայն գոչման անբանից, հօտից եւ անդեայց. մայելը, պոռալը. *ʼի բառաչ ձայնի բարբառոյ՝ որ անկերպաւոր աննշանական. Նար. ՟Ժ՟Ե: *Բառաչ որթոյ ելանէր յորովայնէ նորա ուռուցելոյ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
βλαχαί — βλᾱχαί , βληχή bleating fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαχᾷ — βλᾱχᾷ , βληχή bleating fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)